- θυμβροφάγος
- θυμβροφάγος, -ον (Α)αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» — το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.